ξεστηθώνω

ξεστηθώνω
1. αποκαλύπτω, φανερώνω, γυμνώνω το στήθος
2. (το μέσ.) ξεστηθώνομαι
(για μητέρα) βγάζω το στήθος έξω από τα ενδύματα για να θηλάσω βρέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + στήθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεστηθώνω — ξεστήθωσα, ξεστηθώθηκα, ξεστηθωμένος, μτβ., κάνω να φανεί, αποκαλύπτω το στήθος μου: Περπατεί στους δρόμους ξεστηθωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεστήθωμα — το [ξεστηθώνω] γύμνωση τού στήθους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”